στρογγύλωσις

στρογγύλωσις
(-εως) η см. στρογγύλε(υ)μα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στρογγύλωσις" в других словарях:

  • στρογγυλώσει — στρογγύλωσις a rounding fem nom/voc/acc dual (attic epic) στρογγυλώσεϊ , στρογγύλωσις a rounding fem dat sg (epic) στρογγύλωσις a rounding fem dat sg (attic ionic) στρογγυλόω to be round aor subj act 3rd sg (epic) στρογγυλόω to be round fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγύλωση — η / στρογγύλωσις, ώσεως, ΝΑ [στρογγυλῶ] στρογγύλευμα μσν. αρχ. περικύκλωση …   Dictionary of Greek

  • ՏԱՓԱՐԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0860 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ա.գ. πεδινός campestris ἑπίπεδος planus στρογγύλωσις rotunditas, vallum. Հարթ. դիւր. դաշտաձեւ. եւ Դաշտավայր. տափակ, դուր, դուրան տեղ. ... *Իջեալ ʼի տեղի մի տափարակ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • στρογγυλώσεως — στρογγυλώσεω̆ς , στρογγύλωσις a rounding fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγύλωσιν — στρογγύ̱λωσιν , στρογγύλλω round off aor subj act 3rd pl στρογγύλωσις a rounding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»